- ἐπιμίξαντα
- ἐπιμί̱ξαντα , ἐπιμίγνυμιaor part act neut nom/voc/acc plἐπιμί̱ξαντα , ἐπιμίγνυμιaor part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.